- ὑπεξέχω
- ὑπ-εξ-έχω, sc. ἑαυτόν, sich heimlich aufmachen und davongehen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υπεξέχω — Α (αμτβ.) αποσύρομαι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐξ + ἔχω] … Dictionary of Greek
ὑπεξέσχον — ὑπεξέχω withdraw aor ind act 3rd pl ὑπεξέχω withdraw aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξέσχε — ὑπεξέχω withdraw aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεξέσχεν — ὑπεξέχω withdraw aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
προυπεξέχειν — πρό ὑπεξέχω withdraw pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)